φοινικελίκτης

φοινικελίκτης
φοινῑκελίκτης, οῦ, ,
A = ἀπατηλός, Com.Adesp.1293.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φοινικελίκτης — ὁ, Α απατηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, οίνικος + ελίκτης (< ἑλίσσω)] …   Dictionary of Greek

  • Φοινικέλικτος — ὁ, Α φοινικελίκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φοινικελίκτης, κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”